κεραμεύς

κεραμεύς
Επώνυμο δύο λογίων της τουρκοκρατίας. 1. Δανιήλ (18ος αι.). Μοναχός και Διδάσκαλος του Γένους στην Πάτμο. Σπούδασε αρχικά στην Πατμιάδα Ακαδημία, όπου αργότερα δίδαξε, και στη συνέχεια στην Πατμιακή Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Έγραψε Γραμματική της ελληνικής γλώσσης και Ερμηνεία εις το Δ’ βιβλίον της του Θεοδώρου Γαζή γραμματικής, που εκδόθηκε το 1870 στη Βενετία από τον Νικόλαο Γλυκύ. Έγραψε επίσης Εγκώμιον Αικατερίνης Β’, παραφράσεις και πραγματείες, από τις οποίες οι περισσότερες βρίσκονται ανέκδοτες στη βιβλιοθήκη της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης, που πυρπολήθηκε το 1922. 2. Νικόλαος (17ος αι.). Λόγιος από τα Ιωάννινα. Μετά τις σπουδές του στην Ιταλία, όπου παρακολούθησε ιατρική και θεολογία, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη περίπου το 1650. Με εντολή του πατριάρχη Παρθενίου Γ’ και της Ιεράς Συνόδου έγραψε το έργο Αντέγκλημακατά των εγκαλούντων αδίκως κατά τηςμίας και μόνης αγίας καθολικής και αποστολικής θεονύμφου του Χριστού Εκκλησίας, που εκδόθηκε από τον Δοσίθεο με προλεγόμενα σχετικά με τη ζωή και τα έργα του Κ. Άλλα έργα του είναι: Αντιρρητικά κατά της αρχής του πάπα της Ρώμης εις 83 τμήματα, Περί της ακολουθίας του αγίου Μύρου, Περί αρχώνθεολογικών, Περί των συκοφαντούντων μέρη τινά της Αγίας Γραφής μη είναι γνήσια, Περί φιλίας και έρωτος και διάφορα άλλα, ιατρικού και φιλοσοφικού περιεχομένου.
* * *
κεραμεύς, ὁ (Α)
βλ. κεραμέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεραμεύς — potter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραμεύς — Κεραμεῖς potter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παπαδόπουλος Κεραμεύς, Αθανάσιος — (Δράκια Πηλίου 1856 – Πετρούπολη 1912). Έλληνας βυζαντινολόγος. Μεγάλωσε και σπούδασε στις Κυδωνίες και στο Αδραμύττι της Μικράς Ασίας. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Σμύρνη, όπου το 1873 διορίστηκε κοινοτικός δάσκαλος και κατόπιν επιμελητής του… …   Dictionary of Greek

  • Νείλος Κεραμεύς — (14ος αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (1380 88). Ο Πατριάρχης Ν. ήταν λόγιος, και έγραψε πραγματείες και πολλές συνοδικές πράξεις …   Dictionary of Greek

  • κεραμεῖς — κεραμεύς potter masc acc pl κεραμεύς potter masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμῆς — κεραμεύς potter masc nom pl κεραμεύς potter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεῖ — κεραμεύς potter masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεῦ — κεραμεύς potter masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεῦσι — κεραμεύς potter masc dat pl κεραμόω roof with tiles pres part act masc/neut dat pl (epic ionic) κεραμόω roof with tiles pres ind act 3rd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεῦσιν — κεραμεύς potter masc dat pl κεραμόω roof with tiles pres part act masc/neut dat pl (epic ionic) κεραμόω roof with tiles pres ind act 3rd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”